- φαρισαϊκός
- η , ό[ν] фарисейский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρισαϊκός — ή, ό / φαρισαϊκός, ή, όν, ΝΑ [Φαρισαῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαρισαίους νεοελλ. υποκριτικός, δόλιος. επίρρ... φαρισαϊκώς / φαρισαϊκῶς ΝΜ, και φαρισαϊκά Ν όπως οι Φαρισαίοι, με υποκριτικό και δόλιο τρόπο … Dictionary of Greek
φαρισαΐκός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαρισαίους, που είναι των Φαρισαίων. 2. μτφ., υποκριτικός, δόλιος: Φαρισαϊκή νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος … Dictionary of Greek
υποκριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ταιριάζει σε υποκριτή, προσποιητός, επίπλαστος, φαρισαϊκός: Υποκριτική καλοσύνη. 2. το θηλ. ως ουσ. υποκριτική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)